- συναναπλάσσω
- ΜΑαναπλάσσω, ανασχηματίζω κάτι μαζί με κάτι άλλοαρχ.μεταβάλλω φαρμακευτικό υλικό σε χάπια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναναπλάσσουσιν — συναναπλάσσω help in refashioning pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συναναπλάσσω help in refashioning pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναπλάττει — συναναπλάσσω help in refashioning pres ind mp 2nd sg (attic) συναναπλάσσω help in refashioning pres ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναπλαττόμενος — συναναπλάσσω help in refashioning pres part mp masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… … Dictionary of Greek